- λογείον
- το ист. авансцена
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λογεῖον — speaking place neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
LOGIUM s. LOGEUM — uti Vitruv. dicitur l. 5. c. 8. Graece Λόγιον, s. Λογεῖον pulpitum suit editius, in quo recitabantur Comoediae, non minus pedes 10. nec plus 12. altum. Unde mutuati vocem Galli, Logis appellârunt primitus superiorem domûs contignationem, dein… … Hofmann J. Lexicon universale
λογείο(ν) — το (AM λογεῑον) [λογεύς] το μπροστινό μέρος τής σκηνής τού αρχαίου θεάτρου, όπου μιλούσαν οι ηθοποιοί τής τραγωδίας και τής κωμωδίας («πολλὴν ἀπὸ τοῡ λογείου καὶ τῆς σκηνῆς ἀδοξίαν αὐτοῡ κατεσκέδασαν», Πλούτ.) μσν. διδασκαλείο αρχ. 1. (γενικά)… … Dictionary of Greek
CHARTOPHYLAX — in Ecclesia Constantinopolitana, custos erat annuli Patriarchalis, quem ille a Patriatcha sollenniter acceptum, in pectore gestabat; ut dictum: quemadmodum Magno Logothetae vel etiam Accubitori palae, cura annuli vel sigilli, quô literae… … Hofmann J. Lexicon universale
δήλωση — η (AM δήλωσις) [δηλώ] 1. το να δηλώσει κάποιος κάτι, η γνωστοποίηση 2. εκδήλωση, ένδειξη νεοελλ. 1. υπεύθυνη και επίσημη ανακοίνωση τών αρχών για πράγματα που ενδιαφέρουν τους πολίτες («δηλώσεις τὴς κυβερνήσεως») 2. υπεύθυνη ανακοίνωση ιδιώτη… … Dictionary of Greek
θυμέλη — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα μέρη του αρχαίου ελληνικού θεάτρου. Ειδικότερα, η θ. μπορεί να ήταν βήμα ή βωμός στην ορχήστρα, σκηνή ή λογείον ή και η ίδια η ορχήστρα. Κατά τους τραγικούς, η θ. ήταν βωμός που βρισκόταν στην ορχήστρα… … Dictionary of Greek
λόγιο(ν) — το (AM λόγιον) λόγος, φράση, γνωμικό, ρητό, απόφθεγμα (μσν. αρχ.) 1. το μαντικό επιστήθιο που φορούσαν οι Εβραίοι αρχιερείς, λογείον 2. φρ. «λόγια Κυρίου» ή «λόγια Θεοῡ» ή «θεῑα λόγια» ή, απλώς, «λόγια» ρητά που αποδίδονται στον Θεό ή στον Ιησού… … Dictionary of Greek
προσκήνιο — το / προσκήνιον, ΝΑ, και δωρ. τ. προσκάνιον Α (στο αρχ. θέατρο) το πρόσθιο μέρος τού θεάτρου όπου δρούσαν οι ηθοποιοί, το λογεῑον* νεοελλ. 1. το πρόσθιο τμήμα τής σκηνής θεάτρου ή το μέρος που βρίσκεται ανάμεσα στην αυλαία και την ορχήστρα 3. μτφ … Dictionary of Greek
χορός τραγωδίας — Στο αρχαίο ελληνικό θέατρο ο όρος σήμαινε αρχικά τον χώρο όπου χόρευαν και έφτασε αργότερα να σημαίνει το σύνολο των χορευτών καθώς και τις κινήσεις και το τραγούδι τους. Μπορούσε, ανάλογα με τις απαιτήσεις της υπόθεσης, να παριστάνει χ. ανδρών… … Dictionary of Greek
ԲԱՆԱԿ — (ի, աց.) NBH 1 433 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 12c, 13c գ. παρεμβολή castra Միաբան բազմութիւն զօրու՝ ʼի չու, ʼի ճակատու, եւ ʼի կայանս. որպէս եւ Կարաւան ուղեւորաց. եւ Տեղի իջեւանելոյ. դադարք. ... *Ետես զբանակ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԿՐԾԱՆՈՑ — (ի, աց.) NBH 1 1134 Chronological Sequence: 6c, 13c գ. περιστήθιον pectorale λογεῖον rationale. ռմկ. կրծեալ, կրծքկալ. թ. ... Պահպանակ կրծոց. լանջապանակ. եւ Տախտակն դատաստանաց ʼի լանջս քահանայապետին. որ եւ կոչի բանակ. *Ի տախտակն դատաստանաց ʼի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)